μετεπιγράφω

μετεπιγράφω
μετεπιγράφω (Α)
1. τοποθετώ καινούργια επιγραφή πάνω σε κάτι
2. μεταβιβάζω τίτλους σε άλλους με εγγραφή
3. (το παθ.) μετεπιγράφομαι
μεταφέρω πρόσωπα σε άλλη κατηγορία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μετεπιγραφή — μετεπιγραφή, ἡ (Α) [μετεπιγράφω] μεταβίβαση τίτλου σε άλλον με εγγραφή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”